- μονόζωστος
- μονόζωστοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόζωστος — μονόζωστος, ον (Α) αυτός που φορά μία ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ζωστος (< ζώννυμι «ζώνω»), πρβλ. εύ ζωστος, λινό ζωστος] … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek